- Χρεμύλος
- Χρεμύλοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Χρεμύλος — ὁ, Α (στον Αριστοφ.) κωμικό πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χρεμ τού χρεμ ετ ίζω* + επίθημα ύλος (πρβλ. Χρομ ύλος)] … Dictionary of Greek
Χρεμύλε — Χρεμύλος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χρεμύλον — Χρεμύλος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χρεμύλου — Χρεμύλος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χρεμύλῳ — Χρεμύλος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)